υψηεις

υψηεις
    ὑψήεις
    -ήεσσα -ῆεν Anth. = ὑψηλός См. υψηλος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υψηεις" в других словарях:

  • υψήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + επίθημα ήεις (βλ. λ. όεις), πιθ. κατά τα αἰγλ ήεις, ἐρσ ήεις] …   Dictionary of Greek

  • ὑψήεντα — ὑψήεις neut nom/voc/acc pl ὑψήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»